- προανέλαβεν
- προανέλαβεν , πρό , ἀνά-λάπτωEpic. Alex.Adesp.aor ind pass 3rd pl (epic)προανέλαβεν , πρό-ἀναλαμβάνωtake upaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.